- παρίημι
- Α1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ' ἐάσω», Σοφ.)5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῡ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν», Πλάτ.)6. (για τον χρόνο) αφήνω να περάσει7. χαλαρώνω, μετριάζω την ένταση6. παραλύω, αδυνατίζω («οἶνος παρίησι», Διογ. Λαέρ.)9. μετριάζω, λιγοστεύω («λύπης δ' ἀφαίρει καὶ πόσει πάρες χόλον», Ευρ.)10. εγκαταλείπω, παρατώ κάτι («ἅς οἱ πατέρες... ἡμῑν παρέδοσαν μελέτας... μὴ παρῶμεν», Θουκ.)11. παύω να μεταχειρίζομαι κάτι12. (σχετικά με ποινή) καθιστώ πιο ήπια, τήν ελαφρύνω13. συγχωρώ σε κάποιον μία πράξη του14. παραδίδω, παραχωρώ15. δίνω το δικαίωμα σε κάποιον να κάνει κάτι, τού επιτρέπω («ἄλλω δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.)16. επιτρέπω τη διέλευση ή την είσοδο κάποιου σε έναν χώρο17. (μεσ. και παθ.) παρίεμαια) εξασθενώ, αδυνατίζωβ) απαλλάσσομαι από υποχρέωσηγ) παραιτούμαι από αξίωμα, δικαίωμαδ) (για πανδοχέα) δέχομαι πελάτη)ε) επιζητώ, επιδιώκω την εύνοια κάποιουστ) ζητώ κάτι από κάποιον, εκλιπαρώζ) ζητώ συγνώμη για κάτιη) απαιτώ, αξιώνω («τοῡτο ἡμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι», Πλάτ.)18. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) παρειμένοςα) ο παραλυμένος σωματικάβ) ο νωθρός πνευματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἵημι «ρίπτω, αφήνω»].
Dictionary of Greek. 2013.